Κάτι που πρέπει να είναι πρώτο κριτήριο επιλογής παίκτη για «αιώνιους».
Ο Βασίλιε Μίτσιτς, αφού κούρασε για σχεδόν δύο μήνες όλη την μπασκετική πιάτσα με το σίριαλ της επόμενης ομάδας του, επέλεξε τελικά την Χάποελ Τελ Αβίβ παίρνοντας πάνω από 15 εκατ. ευρώ για τριετές συμβόλαιο, αλλά ακόμη και μετοχές στον σύλλογο. Μια είδηση που μάλλον πίκρανε πολλούς φίλους του Ολυμπιακού, που ονειρεύονταν να τον δουν στα δικά τους χρώματα. Κι όμως, ο τρόπος που αντιμετώπισε το μέλλον του ο ίδιος ο σπουδαίος Σέρβος γκαρντ μάλλον θα πρέπει να… ανακουφίζει τους Πειραιώτες που δεν κατέληξε στην ομάδα τους.
Φυσικά ουδείς αμφισβητεί την κλάση και την ποιότητα του Μίτσιτς. Θα ήταν ανόητο και άδικο. Παρότι ξόδεψε δύο χρόνια μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας στο ΝΒΑ, παρότι στο Final 4 του Άμπου Ντάμπι εμφανίστηκε με αρκετά παραπανίσια κιλά, ο «Βάσα» παραμένει σπουδαίος και σίγουρα θα το δείξει και στη νέα του ομάδα. Όμως το παρελθόν έχει διδάξει πως η έλευση παικτών, όσο ταλαντούχοι κι αν είναι, που δεν έχουν πραγματικό κίνητρο πέρα από ένα τελευταίο (;) εφάπαξ δεν βοηθά πραγματικά μια ομάδα. Κι ο Μίτσιτς με την επιλογή ομάδας που έκανε δείχνει ότι έβαλε τελευταία στην ιεραρχία τα αγωνιστικά κριτήρια.
Η Χάποελ Τελ Αβίβ θα είναι μια καλή ομάδα, βάσει του ρόστερ που σχηματίζεται. Θα διεκδικήσει σίγουρα θέση στα playoffs, έχει έναν εξαιρετικό προπονητή και έναν ιδιοκτήτη που δεν έχει «κόφτη» στα έξοδα προσφέροντας κυριολεκτικά απεριόριστο μπάτζετ στον Δημήτρη Ιτούδη. Όμως δεν παύει να είναι μια ομάδα που θα εδρεύει στη Σόφια, που θα παίζει μονίμως σε σχεδόν άδειο γήπεδο και που δεν θα αγωνίζεται καν στο εγχώριο πρωτάθλημα αλλά στην Αδριατική Λίγκα.
Ο Μίτσιτς είχε στο τραπέζι προτάσεις από κορυφαίες ομάδες της Ευρωλίγκας. Από τη Ρεάλ, τη Φενέρμπαχτσε, πιθανώς να είχε και από τον Ολυμπιακό αν δεν πρόβαλε τρελές απαιτήσεις. Όμως αντί να επιλέξει ένα από αυτά τα powerhouses, ομάδες με παράδοση, κόσμο που γεμίζει το γήπεδο και φιλοδοξίες κατάκτησης του τίτλου, είναι σαφές πως διάλεξε αυτή με το μεγαλύτερο… τσεκ. Θα πήγαινε ακόμη και στο Ντουμπάι αν εκεί δεν έκανε κουμάντο ο Μίσκο Ραζνάτοβιτς με τον οποίο χώρισαν άσχημα. Θεμιτό και ουχί κατακριτέο, ειδικά για έναν παίκτη που έχει χορτάσει από τίτλους και παράσημα στην Ευρωλίγκα και που έβγαλε καλά λεφτά στην καριέρα του μόνο μετά τα 26. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η απόφασή του δείχνει ότι προτεραιότητα για εκείνον έχουν πλέον τα χρήματα ή να βρίσκεται εγγύτερα στην πατρίδα του, παρά το ίδιο το μπάσκετ.
Ο Ολυμπιακός, όπως και ο Παναθηναϊκός, έχουν ανάγκη από παικταράδες, αλλά περισσότερο έχουν ανάγκη από παικταράδες με κίνητρο. Όπως ο Εβάν Φουρνιέ, που έχοντας ένα καλό «κομπόδεμα» από την καριέρα του στο ΝΒΑ δεν κοίταξε να βγάλει ακόμη περισσότερα χρήματα μένοντας εκεί ή δεν επιδίωξε να βάλει τον εαυτό του σε διαδικασία πλειστηριασμού για τις ομάδες της Ευρωλίγκας. Αντίθετα, πήγε «στοχευμένα» στον Ολυμπιακό, σχεδόν με τα μισά χρήματα από τον Βεζένκοφ, επειδή ήθελε να διεκδικήσει πράγματα, να είναι πρωταγωνιστής και να ζήσει το πάθος με το οποίο βιώνει ο κόσμος του το μπάσκετ. Ανάλογη είναι και η υπόθεση Γιόνας Βαλαντσιούνας για τον Παναθηναϊκό, με έναν παίκτη επίσης «χορτασμένο» από ΝΒΑ και λεφτά, που ήθελε να ζήσει κάτι που του έλειψε στην καριέρα του και έδειξε να έχει ισχυρό μπασκετικό κίνητρο, αλλά έπεσε πάνω στην ανάγκη των Νάγκετς για back up του Γιόκιτς και μένει δέσμιος στις ΗΠΑ μέχρι νεωτέρας.
Το παρελθόν έχει διδάξει πως μεγάλα ονόματα που έρχονται χωρίς κίνητρο και φιλοδοξίες αποτυγχάνουν ακόμη και παταγωδώς ή έστω είναι κατώτεροι των προσδοκιών. Μια ματιά στο ποδόσφαιρο θα σας πείσει, με τους κάθε λογής Μαρσέλο, Εσιέν, Μαρσιάλ και Μπερμπάτοφ που πέρασαν και δεν ακούμπησαν. Σε μια περίοδο που ίσως περισσότερο και από το ταλέντο μετρά το πόσο πολύ θέλεις κάτι, οι ομάδες (μας) καλό θα είναι να επενδύουν σε παίκτες που γυαλίζει (ακόμη) το μάτι τους και δεν αστράφτει μόνο στη θέα των δολαρίων.