Την απογοήτευση και την οργή των ανθρώπων στην ΑΕΛ για την πρώτη απώλεια βαθμών μετά από τρεις συναπτές νίκες και το προσπέρασμα της ευκαιρίας να βρεθούν ξανά στην πρώτη θέση είναι εύκολο να τις κατανοήσεις.
Εξ ίσου εύκολο είναι να κατανοήσεις πώς για το 1-1 στο «N. PAPAS Group Αμμόχωστος-Επιστροφή» μετατράπηκε εν ριπή οφθαλμού σε αποδιοπομπαίο τράγο που φορτώθηκε όλη την ευθύνη ο Video Assistant Referee (συνέβη, στα πρώτα στάδια εισαγωγής και εφαρμογής του, ακόμη και στα κορυφαία πρωταθλήματα, η Κύπρος δεν είχε λόγο να αποτελέσει την εξαίρεση).
Το δύσκολο, εν προκειμένω, είναι να δικαιολογήσεις αυτά τα συναισθήματα και αυτές τις αιτιάσεις, διότι η προσπάθεια προσκρούει πάνω σε γεγονότα και δεδομένα.
Πρώτον: ο Ράσο έπαιξε απρόσεκτα, άγαρμπα και επικίνδυνα στη φάση του φάουλ που έφερε την αποβολή του επιτρέποντας στον V.A.R. να θεωρήσει ότι ο διαιτητής έκανε ξεκάθαρο λάθος και να επέμβει.
Δεύτερον: η ΑΕΛ απέδωσε πολύ καλύτερα μετά την αποβολή και δεν επέτρεψε στη Νέα Σαλαμίνα ούτε στο ελάχιστο να την απειλήσει μέσα από το παιχνίδι -παρά μόνο μέσα από στημένες μπάλες.
Τρίτον: στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου (52’-63’) ο λεμεσιανός σύλλογος είχε (όχι δύο ή τρεις, όπως δήλωσε ο Ανδρέας Αβραάμ), αλλά πέντε εξαιρετικές ευκαιρίες να πετύχει το 2-0. Μία από αυτές αν είχε μετατρέψει σε γκολ, θα είχε «σκοτώσει» το παιχνίδι και πάρει τους τρεις βαθμούς στη Λεμεσό.
Σ’ εκείνο το διάστημα, ακριβώς μετά την ανάπαυλα, δεν ίσχυε η δικαιολογία ούτε της κόπωσης ούτε της έλλειψης καθαρού μυαλού ένεκα της κούρασης. Ήταν θέμα αστοχίας και αναποτελεσματικότητας. Αυτές στέρησαν την ΑΕΛ από το «διπλό», αυτές εν τέλει τη σταμάτησαν -και όχι ο V.A.R.