Ιδιοφυΐα ή όχι; Ο Πεπ Γκουαρδιόλα θα στοχεύει πάντα στην ηδονή του ποδοσφαίρου

Θα διχάζει πάντα. Ίσως του αρέσει αυτό. Ίσως δεν τον ενδιαφέρει. 

Στο τέλος της παρουσίας του στους πάγκους τι θα μετρήσει; Οι τίτλοι; Οι ιδέες; Το θέαμα; Πως θα μετρηθεί, πως μετριέται ήδη η καριέρα του; Και πως συγκρίνεται με αυτή των άλλων για να ειπωθεί ότι είναι ή όχι ο καλύτερος;

Τα φετινά γενέθλια βρίσκουν τον Ισπανό σε μια πολύ καλή φάση σε ό,τι αφορά την δουλειά. Η Μάντσεστερ Σίτι δείχνει ότι δεν έχει αντίπαλο στην κατάκτηση (και αυτού) του πρωταθλήματος στην Πρέμιερ Λιγκ και θα προσπαθήσει φυσικά για άλλη μια φορά να πάρει το Τσάμπιονς Λιγκ, αυτό που του λείπει εδώ και μια δεκαετία πια.   

Πριν από έντεκα χρόνια ο Γκουαρδιόλα κατακτούσε με τη Μπαρτσελόνα για δεύτερη φορά στην καριέρα του το Τσάμπιονς Λιγκ και πολλοί ήταν αυτοί που θεώρησαν πως το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο είχε βρει τον προπονητή που θα μπορούσε να γίνει ο πιο επιτυχημένος της διοργάνωσης. Υπήρχε τότε το ρεκόρ του Μπομπ Πέισλι με τις τρεις κατακτήσεις, ενώ ο Ισπανός ήταν τότε μόλις στα 40 του. Ο Γκουαρδιόλα δεν δικαίωσε αυτές τις προσδοκίες. 

Είναι, λοιπόν, ο κορυφαίος προπονητής στον κόσμο τα τελευταία χρόνια και θα είναι και μέσα στους καλύτερους όλων των εποχών; Θα γελάσουν οι επικριτές του και θα απαντήσουν ότι είναι οι παίκτες του αυτοί που τον «κουβάλησαν» ως εδώ. Θα θυμίσουν την Μπαρτσελόνα που είχε τον Μέσι, τον  Ινιεστα, τον Τσάβι, τον Βίγια, τον Ετό, τον Ανρί, τον Ντάνι Άλβες, τον Μπουσκέτς. Ποιος θα αποτύγχανε, θα πουν...   

Και θα απαντήσουν οι φανατικοί υποστηρικτές του ότι πήγε μπροστά το ποδόσφαιρο, ότι προσέφερε στους φιλάθλους ομάδες που χαίρεσαι να βλέπεις. Πήγε στην Πρέμιερ Λιγκ και με εξαίρεση την πρώτη χρονιά που δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί (και τότε κάποιοι βιάστηκαν να πουν ότι στο Νησί θα βίωνε το κύκνειο άσμα του), έφτιαξε μια ομάδα που και τίτλους κατακτά και ωραία μπάλα παίζει. 

Από το 2011 που οι «Πολίτες» πέρασαν σε αραβικά χέρια κατάφεραν να κατακτήσουν 16 εγχώριους τίτλους: τους 10 από αυτούς με τον Ισπανό στον πάγκο. Σε ό,τι αφορά το πρωτάθλημα, στα χρόνια του Γκουαρδιόλα, το τρόπαιο χάθηκε μόνο από την εξωπραγματική Λίβερπουλ που «σάρωσε» κάθε αντίπαλο στο πέρασμά της. 

Σαν να είναι προορισμένος για να αγγίξει την τελειότητα, σαν να θέλει πάντα να δοκιμάζει τα όριά του για να αφήσει άφωνο τον ποδοσφαιρικό πλανήτη. Και πολλές φορές αυτή ακριβώς αποδείχθηκε η παγίδα που έστηνε ο ίδιος ο Γκουαρδιόλα στον εαυτό του. Είναι αυτό το κόλλημα που έχει στο μυαλό του διότι η πιο μεγάλη ηδονή δεν προέρχεται από την νίκη αυτή καθαυτή, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα επιτευχθεί: ποιο θα είναι το σχέδιο που ο ίδιος θα σκεφτεί και θα προσπαθήσει να εφαρμόσει. Δηλαδή ο σκοπός δεν αγιάζει, κατά τη δική του θεωρία, τα μέσα. Ουδέποτε έχασε την πίστη του στο διασκεδαστικό ποδόσφαιρο, αυτό είναι που τον ιντριγκάρει περισσότερο από κάθε τι άλλο. 

Ο σερ Μπόμπι Ρόμπσον, που τον είχε ποδοσφαιριστή, έχει πει πως αυτό που τον έκανε εξαιρετικό παίκτη ήταν η κοφτερή του σκέψη. «Ήξερε το παιχνίδι, έδινε πάσες ακριβείας και δεν μπορούσε κανείς να του πάρει τη μπάλα. Με την προσωπικότητά του επηρέαζε τους συμπαίκτες του».

«Είναι ένας από τους λίγους διανοούμενους που έχω συναντήσει σε αποδυτήρια. “Διανοούμενος” από την άποψη πως σκέφτεται για πολλά πράγματα. Από το ποδόσφαιρο μέχρι τη λογοτεχνία και άλλα θέματα που αφορούν την κουλτούρα ενός ανθρώπου» είναι τα λόγια του Φάμπιο Καπέλο, με τον οποίο δούλεψε στη Ρόμα. 

Και είναι ίσως αυτά που έχει πει ο Σέζαρ Λουίς Μενότι, παγκόσμιος πρωταθλητής με την Αργεντινή το 1978, που τον περιγράφουν καλύτερα:  «Ο Πεπ είναι ο Τσε Γκεβάρα του ποδοσφαίρου. Ένας επαναστάτης νικά ή πεθαίνει στη μάχη, και αυτός παραμένει ακλόνητος στη φιλοσοφία του. Δεν πρόκειται ποτέ να την αλλάξει». 

Ή ακόμα και αυτό που έχει πει ένας φίλος του, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Τσαβιέρ Σάλα Μαρτίν, παρομοιάζοντάς τον με την διάσημη  ισπανική εταιρεία λιανικού εμπορίου Zara, που βγάζει μια νέα κολεξιόν κάθε δεκαπενθήμερο: «Ο Πεπ είναι συνεχής καινοτομία!».

Τον Οκτώβριο του 2016 ο Ισπανός κατέγραφε το μεγαλύτερο αρνητικό σερί της καριέρας του: έξι παιχνίδια χωρίς νίκη, σε όλες τις διοργανώσεις. Ένα χρόνο αργότερα, στα τέλη του 2017, κατακτούσε τέσσερα διαδοχικά βραβεία ως «Προπονητής του Μήνα», κάτι που δεν είχε καταφέρει κανείς πριν από αυτόν στην Πρέμιερ Λιγκ. 

Κι έτσι δείχνει σαν να είναι έτοιμος (σχεδόν) κάθε φορά να σκεφτεί κάτι για να βγει από το αδιέξοδο. Kαι αυτό είναι ένα χάρισμα που δεν διαθέτουν πολλοί προπονητές. 

«Πώς έγινε αυτό το… θαύμα;» ήταν η ερώτηση του δημοσιογράφου του Sky Sports μετά τη νίκη της Μάντσεστερ Σίτι επί της Λίβερπουλ με 4-1 στο «Άνφιλντ» πέρυσι τον Φεβρουάριο. 

«Το ποδόσφαιρο δεν είναι Α, Β και Γ. Αυτό που λειτούργησε την περασμένη σεζόν, δεν σημαίνει πως θα δουλέψει απαραιτήτως και αυτή. Κι αυτό που δεν δούλεψε πέρυσι, ίσως δουλέψει φέτος» ήταν η απάντηση του Γκουαρδιόλα. 

Τόσα απλά; Ναι. Αλλά και τόσα περίπλοκα ταυτόχρονα. Διότι αν ήταν απλό, θα το έκαναν όλοι. Μα τούτος εδώ ο άνθρωπος μπορεί να βρει μια λύση, μια… φόρμουλα για να παρουσιάσει ξανά μια ομάδα που θα παίζει το απόλυτο ποδόσφαιρο. 

Ο Γκουαρδιόλα, αυτός ο απόστολος του Γιόχαν Κρόιφ που εξελίσσει την διδασκαλία του προσαρμόζοντάς την στις σύγχρονες συνθήκες, κατάφερε τα προηγούμενα χρόνια να εξελίξει το άθλημα που υπηρετεί και έδειξε εμφατικά πέρυσι για ποιο λόγο θεωρείται τόσο επιδραστικός και τόσο σημαντικός για το άθλημα. Η κουβέντα για το αν είχε παικταράδες στη διάθεσή του στη Μπαρτσελόνα, εκεί που είχε το... τίκι τάκα (το οποίοι πολλοί χλεύασαν και ακόμα περισσότεροι προσπάθησαν να αντιγράψουν) ή για το αν απέτυχε στη Μπάγερν, με την οποία κατέκτησε τα… συνηθισμένα (όπου πήρε το πρωτάθλημα τρεις φορές σε ισάριθμες σεζόν, με τους Βαυαρούς να σκοράρουν 254 γκολ σε 102 αγώνες και να δέχονται μόνο 58 και με ποσοστό νίκης 80.4% στο πρωτάθλημα), αλλά όχι το Τσάμπιονς Λιγκ θα υπάρχει πάντα. 

Η αποτυχία του στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση θα παραμένει κραυγαλέα μέχρι να λυτρωθεί, μέχρι να βρει την άκρη και σε αυτό το αδιέξοδο. Είναι άραγε το γεγονός ότι οι ομάδες τους δείχνουν να... σκάνε προς το τέλος της σεζόν έχοντας εξαντλήσει κάθε ενέργεια, χωρίς να έχουν πια ρυθμό και δυνάμεις; Ή είναι απλά... ατυχία; 

Τον περασμένο Μάιο, οι Financial Times, θέλοντας να αναλύσουν το φαινόμενο «Γκουαρδιόλα» δημοσιεύσαν μια ανάλυση με τους λόγους για τους οποίους αυτός ο άνθρωπος ξεχωρίζει τόσο πολύ στο... σινάφι του. 

Το 2012, όταν δηλαδή αποχώρησε από την Μπαρτσελόνα, αποφάσισε να μείνει εκτός δουλειάς για έναν χρόνο και να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη. Ήθελε ένα διάλειμμα, αλλά και κάτι περισσότερο... Παρακολούθησε μαθήματα Οικονομικών στο Κολούμπια, παρακολουθούσε σχεδόν εμμονικά την προσπάθεια του Μπάρακ Ομπάμα να επανεκλεγεί, επιδίωξε να έχει επαφή με τον Γούντι Άλεν και τον Γκάρι Κασπάροφ, δηλαδή με ανθρώπους προερχόμενους από διαφορετικούς χώρους πιστεύοντας ότι έχουν κάτι να τον διδάξουν.

Ένα βράδυ κατά τη διάρκεια ενός δείπνου, ο Κασπάροφ του είπε: «Τη στιγμή που κέρδισα το δεύτερο παγκόσμιο πρωτάθλημά μου το 1986, ήξερα ποιος θα με νικούσε στο τέλος». «Ποιος;» ρώτησε ο Γκουαρδιόλα. «Ο χρόνος» απάντησε ο Κασπάροφ.

Και επί της ουσίας, εν τέλει, η συζήτηση που αφορά τον προπονητή Γκουαρδιόλα πηγαίνει πέρα από τους τίτλους. Αφορά την ουσία του ποδοσφαίρου, όπως αυτό παίζεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο: τις ιδέες και τα συναισθήματα που «γεννά». 

Ακόμα και αν τελικά δεν είναι ένας «εφευρέτης» για το ποδόσφαιρο των τελευταίων ετών, είναι ένας πολύ άξιος υπερασπιστής του, ένας προστάτης του. Δείτε τι έκανε πέρυσι με τη Σίτι… Μια ομάδα που δεν είχε «κόλλημα» με την κατοχή της μπάλας, που δεν πρέσαρε πια τόσο τον αντίπαλο, αλλά τον άφηνε να έχει τη μπάλα στα πόδια και τελικά δεχόταν λιγότερα γκολ και σημείωνε περισσότερα.

Ο Γκουαρδιόλα είναι πια στον πάγκο της Σίτι περισσότερα χρόνια από όσα έμεινε σε κάθε άλλη ομάδα. Ήταν τέσσερα χρόνια στη Μπαρτσελόνα, τρία στη Μπάγερν. Τίτλους έχει κατακτήσει ήδη στο Μάντσεστερ. Ο ίδιος έφτιαξε ένα πρότζεκτ εκεί. Ναι, είναι το πιο ακριβό πρότζεκτ που βλέπουμε εδώ και καιρό στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο με επενδύσεις άνω του δισεκατομμυρίου σε μεταγραφές.

Μα ο προπονητής με τα περισσότερα τρόπαια από κάθε άλλον τα τελευταία χρόνια θέλει και αξίζει να αφήσει μια κληρονομιά: να «δημιουργήσει» παίκτες, να φτιάξει ομάδες που αρέσει σε όλους να βλέπουν, να αφήνει το σημάδι του στο ποδόσφαιρο. Και είναι ανόητος όποιος δεν το βλέπει. 

Και τελικά πέρα από αυτό που λένε τα κομπιούτερ και οι αριθμοί, αυτό μπορεί να κάνει.. Διότι δεν είναι πάντα επιτυχία οι τίτλοι, αλλά είναι επιτυχία να προσφέρεις ποδοσφαιρικές παραστάσεις... Και ερώτημα πια είναι πόσες τέτοιες μπορεί να μας προσφέρει ακόμη...

Ροη ειδησεων
Κλεισιμο